- ὀνοκέφαλος
- ὀνο-κέφᾰλος, ον,A with the head of an ass, Cyran. 70, Horap.1.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονοκέφαλος — η, ο (Α ὀνοκέφαλος, ον) το αρσ. ως ουσ. ο ονοκέφαλος μυθικό τέρας το οποίο είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
ὀνοκέφαλον — ὀνοκέφαλος with the head of an ass masc/fem acc sg ὀνοκέφαλος with the head of an ass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοκεφάλους — ὀνοκέφαλος with the head of an ass masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοκέφαλοι — ὀνοκέφαλος with the head of an ass masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek